- ισχίο
- το (ΑΜ ἰσχίον)το τμήμα τού σώματος στο οποίο συνδέεται το κάτω άκρο με τη λεκάνη, γοφόςνεοελλ.1. ζωολ. το μεσαίο τμήμα τού αρθρωτού άκρου τών εντόμων το οποίο αρθρώνεται με τον θώρακα και με τον τροχαντήρα2. ναυτ. το τμήμα τού σκάφους από την πρύμνη ώς τον μέγιστο νομέα, δηλ. μέχρι το πλατύτερο μέρος του, γοφόςαρχ.1. το πάνω μέρος τών μηρών2. το μέρος τού ανώνυμου οστού που προεξέχει και στο οποίο στηρίζεται ο άνθρωπος όταν κάθεται.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ακόμη και αν δεχθούμε ότι η γλώσσα τού Ησυχίου «ἴσχιὀσφύς» είναι ορθή και διασώζει αρχικό τ. τού τύπου ἄλφι, μέλι, η σύνδεση με το αρχ. ινδ. sakthi, που επιχειρήθηκε, δεν είναι δυνατή. Ατεκμηρίωτη και η σύνδεσή του με το ἰσχνός.ΠΑΡ. ισχιακός, ισχιάςαρχ.ισχάριοναρχ.-μσν.ισχιάζω.ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) ισχιορρωγικόςαρχ.ισχιοίδηςμσν.ισχιορρώξνεοελλ.ισχιάδελφος, ισχιαλγία, ισχιαλγικός, ισχιαλγώ, ισχιαρθροκάκη, ισχιοβολβώδης, ισχιοδακτυλιακός, ισχιοηβικός, ισχιοηβιοτομία, ισχιοϊερός, ισχιοκοκκυγικός, ισχιομηρικός, ισχιοπηγής, ισχιοσηραγγώδης, ισχιοτομία ισχιωδυνία. (Β συνθετικό) αρχ. ανίσχιος, εξίσχιος, ευΐσχιος, λιπαρίσχιος, παρίσχιος, πλατυΐσχιος].
Dictionary of Greek. 2013.